- κυνηγετικοί
- κυνηγετικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κύνες Κυνηγετικοί — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Μεγάλης Άρκτου, του Λέοντος, της Παρθένου και του Βοώτη. Ο λαμπρότερος αστέρας είναι ο α, γνωστός ως Καρδιά του Καρόλου (Cor Carolis), που είναι διπλός… … Dictionary of Greek
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
σπάνιελ — Ονομασία κυνηγετικών σκύλων που ζουν κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία. Ονομάστηκαν έτσι γιατί είναι ισπανικής καταγωγής. Ο ιχνηλάτης σκύλος (σπρίνγκερ σπάνιελ) έχει ύψος ως το ακρώμιο 50 περίπου εκ., πυκνό, αδιάβροχο τρίχωμα και είναι υπάκουος, έξυπνος … Dictionary of Greek
Φάιτ, Ιωάννης — (Fyt, 1611 – 1661). Φλαμανδός ζωγράφος. Μαθήτευσε κοντά στον Φραγκίσκο Σνάιντερς και κατόπιν πήγε διαδοχικά στο Παρίσι και στη Ρώμη. Φιλοτέχνησε πλήθος έργων με νεκρές φύσεις και σκηνές κυνηγιού. Τα σημαντικότερα έργα του τιτλοφορούνται Δυο… … Dictionary of Greek